μελλοδειπνικός

μελλοδειπνικός
μελλοδειπνικός, -ή, -όν (Α)
(για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή τού δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελλοδειπνικόν — μελλοδειπνικός played masc acc sg μελλοδειπνικός played neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”